Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Η φόνισσα - Όπερα- Γιώργος Κουμεντάκης






Όπερα

Γιώργος Κουμεντάκης


Η φόνισσα

Ποιητικό κείμενο: Γιάννης Σβώλος, βασισμένο στο ομώνυμο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Μουσική διεύθυνση: Βασίλης Χριστόπουλος
Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Ευκλείδης

ΠΡΕΜΙΕΡΑ 19 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2014
19, 21, 23, 26 Νοεμβρίου 2014

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών - Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη
Παγκόσμια πρώτη παρουσίαση - Παραγγελία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Ώρα έναρξης: 20.00

Σκηνικά: Πέτρος Τουλούδης
Κοστούμια: Πέτρος Τουλούδης - Ιωάννα Τσάμη
Φωτισμοί: Βινίτσιο Κέλι
Παραγωγή video: Aνδρέας Δικτυόπουλος
Διεύθυνση xορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Διεύθυνση παιδικής χορωδίας: Μάτα Κατσούλη

Φραγκογιαννού (Φόνισσα):
Ειρήνη Τσιρακίδου (19, 23/11)
Τζούλια Σουγλάκου (21, 26/11)
Μαρουσώ:
Έλενα Κελεσίδη (19, 23/11)
Μαρίνα Φιδέλη (21, 26/11)
Ιωάσαφ:
Τάσος Αποστόλου
Δελχαρώ:
Γεωργία Ηλιοπούλου (19, 23/11)
Ζωή Κάππου (21, 26/11)
Γιάννης Περιβολάς:
Κωστής Ρασιδάκης (19, 23/11)
Κωστής Μαυρογένης (21, 26/11)
Γιαννού:
Ινές Ζήκου (19, 23/11)
Ελένη Δάβου (21, 26/11)
Μάνα Ξενούλας:
Ευδοκία Χατζηιωάννου

Αστυνόμος Α:
Νίκος Στεφάνου (19, 21, 26/11)
Δημήτρης Ναλμπάντης (23/11)
Ειρηνοδίκης:
Βαγγέλης Μανιάτης (19, 21, 23/11)
Νικόλαος Καραγκιαούρης (26/11)
Αστυνόμος Β/Πάρεδρος:
Δημήτρης Ναλμπάντης (19, 21, 26/11)
Χαράλαμπος Βελισσάριος (23/11)
Kρινιώ:
Νίκη Χαζιράκη (19, 23/11)
Ζένια Αρτζέντη (21, 26/11)
Toύλα:
Βάσια Ζαχαροπούλου (19, 23/11)
Δήμητρα Κωτίδου (21, 26/11)
Μυρσούδα:
Θεοδώρα Μπάκα (19, 23/11)
Μιράντα Μακρυνιώτη (21, 26/11)
Γιατρός:
Διονύσης Τσαντίνης
Αμέρσα:
Ινές Ζήκου (19, 23/11)
Ελένη Δάβου (21, 26/11)
Κωνσταντής:
Βαγγέλης Μανιάτης (19, 23/11)

Νικόλαος Καραγκιαούρης (21, 26/11)

Πολυφωνικό Σύνολο:
Ειρήνη Δερέμπεη
Μαρία Μελαχροινού
Μάρθα Μαυροειδή
Μαρία Κώττη


Συμμετέχουν η Ορχήστρα, η Χορωδία και η Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής της αποστολής

Η νέα όπερα του Γιώργου Κουμεντάκη -παραγγελία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής- παρουσιάζεται σε παγκόσμια πρώτη στις 19 Νοεμβρίου 2014 στην αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Το λιμπρέτο του Γιάννη Σβώλου βασίζεται σε ένα από τα σπουδαιότερα έργα της ελληνικής λογοτεχνίας, τη Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Μια μεγάλη παραγωγή σε μουσική διεύθυνση Βασίλη Χριστόπουλου και σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ευκλείδη.

Αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι στηρίζει συστηματικά την ελληνική δημιουργία, η Εθνική Λυρική Σκηνή ανέθεσε το 2011 τη σύνθεση μιας νέας όπερας στον Γιώργο Κουμεντάκη, έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες με σαφές, διακριτό προσωπικό στίγμα, ο οποίος στο πλαίσιο μιας σύγχρονης μουσικής γλώσσας αξιοποιεί με γόνιμο τρόπο στοιχεία της ελληνικής δημοτικής παράδοσης. Είναι ακριβώς αυτή η πτυχή της μουσικής του Κουμεντάκη, που ταιριάζει ιδανικά στη Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, το αριστουργηματικό αυτό διήγημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας στο οποίο βασίζεται η νέα όπερα.

Η μουσική του Κουμεντάκη δεν επιχειρεί μια αναβίωση εποχής, αλλά μια “εσωτερική αναβίωση” του ψυχογραφήματος της ίδιας της Φραγκογιαννούς. H σύνθεση ακολουθεί κάθε βήμα της Φόνισσας - άλλοτε εξωτερικεύει τον ψυχισμό της και άλλοτε βυθίζεται στους σκοτεινούς και ανήλιαγους, υπόγειους διαδρόμους της ψυχής της. Άλλοτε κοιτάζει τον κόσμο κατάματα και άλλοτε χάνεται στην ονειροπόληση. Είναι στιγμές που νιώθουμε την απέραντη μοναξιά που βιώνει η Φραγκογιαννού και άλλοτε ο σαρκασμός αποσυμπιέζει τη φορτισμένη πλοκή.

“Άφησα τη μουσική να περιπλανηθεί και να εκφράσει αβίαστα και ελεύθερα τον ψυχισμό της Φραγκογιαννούς, φτάνοντας εκεί που δεν μπορεί να φτάσει η λογική" σημειώνει ο συνθέτης. Και συνεχίζει: “Προσπάθησα να πλησιάσω τις κρυφές πτυχές μιας ψυχοπαθολογικής; ψυχονευρωτικής; δυναμικής; αυταρχικής; σίγουρα σύνθετης προσωπικότητας που παίρνει μορφή μέσα από την συγκλονιστική λογοτεχνική προσέγγιση του Μέγιστου Παπαδιαμάντη. Πολύ συχνά μάλιστα, σβήνει η διαχωριστική γραμμή μεταξύ πρωταγωνίστριας και συγγραφέα και γίνονται μέσα μου ένα και μόνο πρόσωπο. Όσο καιρό έγραφα τη Φόνισσα, προσπάθησα να ξεχάσω την εξωτερική της εμφάνιση, την ηλικία, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της και να στραφώ, να φτάσω το νου που, όπως λέει ο Παπαδιαμάντης, «ψηλώνει»”.

Η δράση της όπερας παρακολουθεί αυτήν του μυθιστορήματος, συμπυκνώνοντάς την στα ουσιώδη. Πρωταγωνιστεί η Χαδούλα ή Φραγκογιαννού, μια βασανισμένη μεσόκοπη γυναίκα που έχει αναλώσει τη ζωή της υπηρετώντας τους άλλους: γονείς, σύζυγο, παιδιά, εγγόνια. Απαυδισμένη και αντιλαμβανόμενη τη δυσμενή θέση των γυναικών σε φτωχές, αγροτικές κοινωνίες όπως η δική της, καταλήγει να πιστέψει ότι είναι αποστολή της να απαλλάξει τον κόσμο από τα κορίτσια. Ξεκινά στραγγαλίζοντας τη νεογέννητη εγγονή της και, επαναλαμβάνει το φονικό, πνίγοντας άλλα κορίτσια σε νερό. Καταδιωκόμενη στα βουνά από τις αρχές, η Φραγκογιαννού αποφασίζει να εξομολογηθεί, αλλά χάνεται στη θάλασσα καθώς προσπαθεί να φτάσει στο ερημητήριο του Αγίου Σώστη.

Η Φόνισσα εντάσσεται στην κατηγορία της Literaturoper, καθώς πρόκειται για όπερα απ’ ευθείας βασισμένη σε ένα λογοτεχνικό έργο. Βεβαίως, δεν πρόκειται για καινοφανές εγχείρημα, αντιθέτως εγγράφεται στον πυρήνα της λυρικής τέχνης από τις απαρχές της, στον πρώιμο 17ο αιώνα, και πολύ πιο έντονα κατά τον 18 ο, 19ο και 20ο και πάντα συντελείται σε σαφώς αναγνωρίσιμη συνάφεια προς το πρωτότυπο. Θεατρικά και λογοτεχνικά έργα των Ελλήνων τραγικών, του Μεταστάζιο, του Σαίξπηρ, του Ουγκώ, του Μεριμέ, του Γκαίτε, του Γουώλτερ Σκοτ, του Μπύχνερ, του Ντ’ Ανούντσιο, του Χόφμανσταλ, του Μαίτερλινκ, του Ντοστογιέφσκι, του Γκόγκολ και του Καζαντζάκη έχουν γίνει βάση για επιτυχημένες όπερες συνθετών του μπαρόκ, του κλασικισμού, το ρομαντισμού και του μοντερνισμού. “Όταν πρότεινα στον Γιώργο Κουμεντάκη τη σύνθεση μιας όπερας επάνω στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, δικό μου κίνητρο ήταν το ενδιαφέρον για τον θερμό ψυχολογικό πυρήνα της νουβέλας, η αναμέτρηση με τις συσσωρευμένες φορτίσεις του εμβληματικού αυτού έργου στη διαχρονία και η περιέργεια να το δω και να το ακούσω μελοποιημένο σε μια σύγχρονη μουσική γλώσσα” αναφέρει ο συγγραφέας του ποιητικού κειμένου, Γιάννης Σβώλος.

Λίγο πριν την παγκόσμια πρώτη παρουσίαση της 19ης Νοεμβρίου 2014, η όπερα έχει πάρει τη σκηνική της μορφή μέσα από τη σκηνοθετική γραμμή τουΑλέξανδρου Ευκλείδη, τη σκηνική - εικαστική εγκατάσταση του Πέτρου Τουλούδη, ο οποίος μαζί με την Ιωάννα Τσάμη υπογράφει και τα κοστούμια και τους φωτισμούς του Βινίτσιο Κέλι.

Ο σκηνοθέτης της παραγωγής, Αλέξανδρος Ευκλείδης σημειώνει: “Η όπερα του Γιώργου Κουμεντάκη εστιάζει στον χαρακτήρα της Φόνισσας και αναδεικνύει, με τη χρήση της μουσικής, αυτό που είναι πολύ δύσκολο να αποδοθεί σε μία απλή σκηνική απόδοση του μυθιστορήματος: το ψυχικό τοπίο της ηρωίδας. Το στοίχημα της παράστασης είναι να αποδώσει αυτό ακριβώς το στοιχείο, υλοποιώντας επί σκηνής τον εφιαλτικό κόσμο της Φραγκογιαννούς. Έτσι, η όπερα αποδίδεται ως μονόδραμα, μέσα από το υποκειμενικό και διαταραγμένο βλέμμα της πρωταγωνίστριας. Άλλωστε η Φόνισσα του Γιώργου Κουμεντάκη ισορροπεί, ανάμεσα στη μεγάλη και τη μικρή κλίμακα: χρησιμοποιεί τέσσερα χορωδιακά σχήματα και μεγάλη ορχήστρα για να αποδώσει τις λεπτές, εσωτερικές αποχρώσεις του ψυχισμού της ηρωίδας, που είναι το απόλυτο επίκεντρο της δράσης. Το πρώτο ανέβασμα μιας όπερας είναι μια τεράστια -και σπάνια- πρόκληση για την δημιουργική ομάδα, η οποία καλείται να ανεβάσει το έργο χωρίς να το έχει προηγουμένως ακούσει, δουλεύοντας απευθείας από την παρτιτούρα του συνθέτη”.

Στη σκηνική εγκατάσταση του Πέτρου Τουλούδη βλέπουμε το τοπίο ενός οικισμού δίπλα στη θάλασσα. Με ευαισθησία και πρωτοτυπία αποτυπώνεται η ελληνικότητα, ο ανοιχτός ορίζοντας, αλλά και η ανατροπή στη Β’ Πράξη της καταδίωξης, όπου τα πάντα αναποδογυρίζουν. Έτσι αντί να τρέχει η Φόνισσα προς τα βουνά, όπως περιγράφει ο Παπαδιαμάντης, στην παράσταση συμβαίνει το αντίθετο. Η Φόνισσα μένει ακίνητη και η φύση είναι αυτή που γυρίζει γύρω της, την περικυκλώνει, την πνίγει και στο τέλος χάνεται.

Ο διακεκριμένος μαέστρος και μέχρι πρόσφατα Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, Βασίλης Χριστόπουλος έχει αναλάβει τη μουσική διεύθυνση της παραγωγής. Εκτός από τους μονωδούς, η σύνθεση προβλέπει μεγάλη συμφωνική ορχήστρα (της ΕΛΣ), τρεις μουσικούς επί σκηνής (μπαγιάν, σαξόφωνο και κρουστά) καθώς επίσης τέσσερα χορωδιακά σύνολα. Η ανδρική χορωδία στο βάθος της σκηνής, σε ρόλο του ισοκράτη, εστιάζει στα δεινά της ανθρώπινης φύσης, ενώ μία πολυπληθής γυναικεία χορωδία λειτουργεί ως καθρέπτης της καθημερινότητας. Μια ακόμα γυναικεία χορωδία, ολιγομελής, με τέσσερις μοιρολογίστρες, ερμηνεύει χορωδιακά που βασίζονται στα πολυφωνικά τραγούδια της Ηπείρου. Η Παιδική χορωδία της ΕΛΣ έχει τον ρόλο του παιδικού χορού που τροφοδοτεί την εγκληματική φύση της Φραγκογιαννούς. Τη Χορωδία της ΕΛΣ διευθύνει ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος και την Παιδική Xορωδία της ΕΛΣ, η Μάτα Κατσούλη.

Ο ομώνυμος ρόλος είναι “τεραστίων διαστάσεων” όπως λέει χαρακτηριστικά ο συνθέτης, ενώ απαιτεί πρωτόγνωρες αντοχές γιατί η βασική πρωταγωνίστρια βρίσκεται περίπου δύο ώρες επί σκηνής: παρακολουθεί και κατευθύνει τα πάντα. Στην πρώτη διανομή θα έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε στο ρόλο την Ειρήνη Τσιρακίδου, ενώ στη δεύτερη την Τζούλια Σουγλάκου.

Η Ειρήνη Τσιρακίδου έκανε το ντεμπούτο της στην Εθνική Λυρική Σκηνή ως Αμέλια Γκριμάλντι στην όπερα Σιμόν Μποκανέγκρα. Η διεθνής πορεία της περιλαμβάνει εμφανίσεις σε σημαντικές λυρικές σκηνές, όπως αυτές των: Σκάλα του Μιλάνου, Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, Λιθέου της Βαρκελώνης, Κάρνεγκι Χωλ της Νέας Υόρκης, όπως και σε Μπιλμπάο, Ρώμη, Τεργέστη, Ντάλας, Τάλσα, Μινεσότα, Στρασβούργο, Αγία Πετρούπολη, Σαντιάγκο, Άμστερνταμ κ.ά. Είναι κάτοχος του βραβείου “Μαρία Κάλλας” της Όπερας του Ντάλας ως η καλύτερη πρωτοεμφανιζόμενη ερμηνεύτρια εκεί με τον ρόλο της Ερμιόνης του Ροσσίνι.

Η Τζούλια Σουγλάκου σπούδασε στην Αθήνα και στο Λονδίνο με υποτροφία “Μαρία Κάλλας”. Έχει συνεργαστεί με ΕΛΣ, ΜΜΑ, ΜΜΘ, Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, Φεστιβάλ Μουσικού Φλωρεντινού Μάη. Ερμήνευσε, μεταξύ άλλων, Ντόννα Άννα και Ντόννα Ελβίρα (Ντον Τζοβάννι), Κόμισσα Αλμαβίβα (Οι γάμοι του Φίγκαρο), Νέντα (Παλιάτσοι), Ανδρομάχη (Αποχαιρετισμός της Ανδρομάχης), Ελβίρα (Ερνάνης), Μήδεια (Μήδεια στην Κόρινθο), Αμέλια (Σιμόν Μποκκανέγκρα), Πρώτη κυρία (Ο μαγικός αυλός), Φράια (Ο χρυσός του Ρήνου), Λαίδη Μάκβεθ (Μάκβεθ), Λεονόρα (Ο τροβαδούρος), Μητέρα (Ο φυλακισμένος), Βρουνχίλδη (Λυκόφως των θεών), Σαντούτσα (Καβαλλερία ρουστικάνα), καθώς και τους ομώνυμους ρόλους σε Άννα Μπολένα, Τζοκόντα, Αριάδνη στη Νάξο. Έχει, επίσης, ερμηνεύσει τους πρωταγωνιστικούς ρόλους σε όπερες Ελλήνων συνθετών όπωςΤα ξωτικά νερά, Ανατολή (Μ. Καλομοίρη), Ρέα (Σ. Φ. Σαμάρα), Λυσιστράτη καιΑντιγόνη (Μ. Θεοδωράκη), Η επιστροφή της Ελένης (Θ. Μικρούτσικου), Πούσκιν(Φ. Τσαλαχούρη). Τραγούδησε ορατόρια, μετείχε σε συναυλίες μουσικής δωματίου και έδωσε πολλά προσωπικά ρεσιτάλ.
Στη διανομή της παραγωγής θα έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε καταξιωμένους και νεότερους Έλληνες Μονωδούς, όπως, μεταξύ άλλων, την Έλενα Κελεσίδη, τον Τάσο Αποστόλου, τον Νίκο Στεφάνου, τον Βαγγέλη Μανιάτη, τον Δημήτρη Ναλμπάντη, την Νίκη Χαζιράκη, τον Διονύση Τσαντίνη κ.ά.

[Η φόνισσα με μια ματιά]


Ο συνθέτης / Την τελευταία εικοσαετία ο Γιώργος Κουμεντάκης έχει αναδειχτεί σε έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έργα του παρουσιάζονται τακτικά σε σημαντικές αίθουσες και φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο. Το 1985 ο Γκιαίργκι Λίγκετι, ένας από τους πατριάρχες του μουσικού μοντερνισμού, ξεχώρισε το ταλέντο του ανάμεσα σε άλλους νέους Ευρωπαίους συνθέτες. Το 1992 κέρδισε το περίφημο Prix de Rome ενώ την περίοδο 1998-2000 εργάστηκε ως composer in residence για την Κλίο Γκουλντ και το σύνολο BT Scottish Ensemble στο Λονδίνο. Το 2004 διετέλεσε μουσικός διευθυντής, συνθέτης και δημιουργός μουσικού σεναρίου των τελετών έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων-Αθήνα 2004. Το 2007/8 συμμετείχε στο Πολιτιστικό Έτος της Ελλάδας στην Κίνα με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Πεκίνου υπό τον Ταν Λίχουα. Το 2008 συνέθεσε το έργο Point of no Return μετά από ανάθεση του Kronos Quartet. Το 2012 η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του αφιέρωσε τον κύκλο συναυλιών «Πορτρέτο συνθέτη» με σειρά παραστάσεων και συναυλιών.

Έργα για φωνή κατέχουν σημαντική θέση στο έργο του: Η φόνισσα είναι η πέμπτη του όπερα. Τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον του συνθέτη έχει στραφεί στον παραδοσιακό ήχο. Όπως σημειώνει στο κείμενό του ο μουσικολόγος Γιάννης Σαμπροβαλάκης, «ο συνθέτης δεν δανείζεται το θεματικό υλικό από την παράδοση, αλλά επιστρέφει σε αυτήν λειτουργώντας ως ο ‘ανώνυμος δημιουργός’ του παρελθόντος».

Ο λιμπρετίστας / Ο μουσικοκριτικός Γιάννης Σβώλος συνεργάστηκε το 2010 με τον σκηνοθέτη Αλέξη Ευκλείδη στην παραγωγή ενός μουσικοθεατρικού θεάματος για το Φεστιβάλ Αθηνών με τίτλο «Unknown dialects – 8 μουσικές διαλέξεις», βασισμένου σε μουσική του συνθέτη Γιώργου Κουμεντάκη και με θέμα την πρόσληψη/εγγραφή ακουσμάτων της παραδοσιακής μουσικής στην σύγχρονη μουσική. Το λιμπρέτο της Φόνισσας είναι η πρώτη του δουλειά στο πεδίο της όπερας. Βασίζεται στο γνωστό «κοινωνικό μυθιστόρημα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Στη διαδικασία προσαρμογής για τη λυρική σκηνή επιλέχθηκαν και διασκευάστηκαν πρωτότυπα αποσπάσματα, συμπυκνώνοντας τη δράση σε ένα τελικό κείμενο κατάλληλο να λειτουργήσει ως βάση μελοποίησης από το συνθέτη.


Το έργο / Η Φόνισσα είναι όπερα σε δύο πράξεις, που βασίζεται στο «κοινωνικό μυθιστόρημα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.


[Σύνοψη]


Α’ Πράξη / Η ιστορία διαδραματίζεται στη Σκιάθο. Η Χαδούλα, μια ηλικιωμένη χήρα, έζησε μια ζωή βασανισμένη, ως παιδί, σύζυγος, μητέρα και γιαγιά, μαθημένη να υπηρετεί τους άλλους χωρίς αντιρρήσεις. Παρότι η ίδια υπήρξε άξια και στήριξε την οικογένειά της, τη φωνάζουν Φραγκογιαννού, από το όνομα του ακαμάτη άντρα της Γιάννη Φράγκου. Η πείρα τη δίδαξε ότι για ένα κορίτσι που γεννιέται και μεγαλώνει σε φτωχό περιβάλλον, όπως μεγάλωσε η ίδια, η ζωή δεν είναι μόνο πολύ δύσκολη, αλλά επιπλέον επιβαρύνει την υπόλοιπη οικογένεια. Εκείνο που της φαίνεται αβάσταχτο είναι το ζήτημα της προίκας, που κατά τη γνώμη της βαραίνει κάθε οικογένεια ήδη από τη γέννηση ενός κοριτσιού.

Ένα βράδυ, καθώς ξενυχτά πάνω από την κούνια της άρρωστης νεογέννητης εγγονής της, η οποία μάλιστα έχει το ίδιο όνομα μ’ εκείνη, η Χαδούλα αναλογίζεται τη ζωή της και τα βάσανα που πέρασε. Το μυαλό της θολώνει και αποφασίζει πως είναι καλύτερα να στραγγαλίσει το μικρό κορίτσι. Ο γιατρός γνωματεύει θάνατο από βήχα, τον οποίο θεωρεί φυσιολογικό. Αρχικά, η Φραγκογιαννού βασανίζεται από τύψεις, αλλά κατά βάθος πιστεύει ότι έπραξε σωστά. Μάλιστα, καταλήγει στην πεποίθηση πως η μοίρα την έχει τάξει να απαλλάξει τον κόσμο από τα μικρά κορίτσια. Έτσι, χωρίς καθόλου ενοχές πλέον, καθώς ξενοπλένει ρούχα για κάποιες εύπορες γειτόνισσες, η Χαδούλα βρίσκει την ευκαιρία να θανατώσει ακόμα δύο μικρά κορίτσια, πνίγοντάς τα στη στέρνα γύρω από την οποία παίζουν.


Β’ Πράξη / Η αστυνομία την ανακρίνει, αλλά, απουσία αποδείξεων και μαρτύρων, προσωρινά την αφήνει ελεύθερη. Μόνο μετά από έναν ακόμα θάνατο, όταν άλλο ένα κορίτσι πνίγεται σε πηγάδι, αποφασίζεται η δίωξη καθώς η Χαδούλα ήταν και πάλι η μόνη παρούσα στον πνιγμό. Δεν έσπρωξε η ίδια το κορίτσι, αλλά ευχόταν να πέσει. Λίγο αργότερα, καθώς βλέπει τους αστυνομικούς να πλησιάζουν το σπίτι της αντιλαμβάνεται ότι έρχονται να τη συλλάβουν και αποφασίζει να το σκάσει. Κρύβεται αρχικά σε μια γειτόνισσα και φίλη, με την οποία θυμούνται τα παλιά. Ξέρει όμως ότι αργά ή γρήγορα θα την εντοπίσουν και αποφασίζει να φύγει για μέρη απόκρημνα, ερημικά, που γνώριζε από τα παιδικά της χρόνια.

Οι αστυνομικοί και οι εφιάλτες την καταδιώκουν. Εξουθενωμένη, η Χαδούλα αποφασίζει να καταφύγει στον μεγαλόψυχο ερημίτη, στο ξωκλήσι του Άγιου Σώστη, που βρίσκεται σε βράχο μες τη θάλασσα. Εκεί θα εξομολογηθεί, ελπίζοντας να βρει συγχώρεση και άσυλο. Η Χαδούλα φτάνει στο στενό πέρασμα, καθώς έρχονται τα νερά. Όμως, οι αστυνομικοί βρίσκονται πια κοντά της. Έτσι, εκείνη ορμά στη θάλασσα και στρέφεται πίσω για να δει. Τότε αντικρίζει απέναντι ένα χωράφι, το προικιό της. Τα νερά ανεβαίνουν. Δεν προλαβαίνει να διαβεί το πέρασμα. Χάνεται στα μισά του δρόμου «μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης».



ΑΓΟΡΑ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου